- φορμικτάς
- ὁ, Α(δωρ. τ.) βλ. φορμικτής.
Dictionary of Greek. 2013.
Dictionary of Greek. 2013.
φορμικτάς — φορμικτά̱ς , φορμικτής lyre player masc acc pl (doric) φορμικτά̱ς , φορμικτής lyre player masc nom sg (epic doric aeolic) φορμικτά̱ς , φορμικτός sung to the fem acc pl … Greek morphological index (Ελληνική μορφολογικούς δείκτες)
φορμικτής — και δωρ. τ. φορμικτάς και δ. τ. φορμιγκτάς, ὁ, Α [φορμίζω (II)] (κυρίως για τον Απόλλωνα) αυτός που παίζει τη φόρμιγγα … Dictionary of Greek